μπουνατσάρει

μπουνατσάρει
απρόσ., μπουνατσάρισε, η θάλασσα γαληνεύει: Μόλις μπήκαμε στο πλοίο μπουνατσάρισε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπουνατσάρει — (ως απρόσ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπουνατσάρω — [μπουνάτσα] (ως απρόσ.) μπουνατσάρει γίνεται μπουνάτσα, γαληνεύει η θάλασσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”